ἐπιπνεύσῃ

ἐπιπνεύσῃ
ἐπιπνεύσηι , ἐπίπνευσις
spasmodic inspiration
fem dat sg (epic)
ἐπιπνέω
breathe upon
pres part act fem dat sg (epic ionic)
ἐπιπνέω
breathe upon
aor subj mid 2nd sg
ἐπιπνέω
breathe upon
aor subj act 3rd sg
ἐπιπνέω
breathe upon
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εμφυσίωσις — ἐμφυσίωσις, η (Α) εμφύσηση, επίπνευση θείας ιδιότητας …   Dictionary of Greek

  • εμφύσημα — Aφύσικη παρουσία αέρα μέσα στους ιστούς ή στις κοιλότητες του σώματος. Εξαιτίας παθολογικών επικοινωνιών μεταξύ των αεροφόρων οδών και των γύρω ιστών, μπορεί να διεισδύσει αέρας στον υποδόριο ιστό του θωρακικού τοιχώματος (υποδόριο ε.) ή στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”